αριστοκρατία

αριστοκρατία
Σύμφωνα με την ετυμολογική σημασία της λέξης σημαίνει η κυριαρχία των αρίστων, πολίτευμα δηλαδή όπου κυβερνούν άνθρωποι που διακρίνονται από τους άλλους για την αξία, την υψηλή καταγωγή ή τη σοφία τους. Στην Πολιτεία του Πλάτωνα αποδεικνύεται η ιδεώδης μορφή πολιτικής διάρθρωσης του κράτους, το οποίο θα έπρεπε να το κυβερνούν οι φιλόσοφοι. Με ευρεία έννοια ο όρος δηλώνει όχι τόσο μια μορφή διακυβέρνησης όσο τα ανώτερα στρώματα ορισμένου κοινωνικού συνόλου, μια κοινωνική ομάδα που έχει αποκτήσει το πολιτικό μονοπώλιο, επειδή στηρίζεται σε οικονομική, στρατιωτική ή θρησκευτική υπεροχή· κάθε φορά που η υπεροχή αυτή περιορίζεται ή χάνεται, ο πολιτικός ρόλος της α. αμφισβητείται. Έτσι, στην αρχαία Αθήνα η α. των ιδιοκτητών της γης, οι ευπατρίδες, διέθετε την οικονομική και στρατιωτική υπεροχή που της επέτρεψε να έχει και το πολιτικό και το δικαστικό μονοπώλιο. Τον 7o και 6o αι. π.Χ. η ανάπτυξη του εμπορίου και μια τροποποίηση της στρατιωτικής τακτικής (οι μεμονωμένες συγκρούσεις μεταξύ των ευγενών παραχωρούν τη θέση τους σε μάχες ομαδικών σχηματισμών που κινητοποιούν καινούργια κοινωνικά στρώματα) είχαν ως επακόλουθο για την α. την απώλεια αυτής της υπεροχής και έτσι την ανάγκασαν να επιτρέψει τη διεύρυνση με αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις των βάσεων της πολιτείας. Α. αποτελούσαν και οι Ρωμαίοι πατρίκιοι, οι Βραχμάνοι στις Ινδίες και οι ευγενείς του Μεσαίωνα. Σε άλλες περιπτώσεις η α. ταυτίζεται με την άρχουσα τάξη (βιομηχανική α., α. του χρήματος) ή με μια προνομιούχα ομάδα (εργατική α.) ή με την ελίτ των διανοούμενων μιας ορισμένης εποχής ή μιας ορισμένης χώρας (α. του πνεύματος).
* * *
η (Α ἀριστοκρατία)
νεοελλ.
1. η τάξη των ευγενών, τα άτομα που αποτελούν το ανώτερο κοινωνικό στρώμα
2. (κατ' επέκταση) οι πλούσιοι
αρχ.
1. το πολίτευμα στο οποίο κυβερνούν οι άριστοι
2. το πολίτευμα στο οποίο κυβερνούν οι πλούσιοι
3. το ιδεώδες πολίτευμα στο οποίο οι κυβερνήτες εκλέγονται από τους αρίστους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + κράτος
πρβλ. δημοκρατία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀριστοκρατία — ἀριστοκρατίᾱ , ἀριστοκρατία rule of the best born fem nom/voc/acc dual ἀριστοκρατίᾱ , ἀριστοκρατία rule of the best born fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοκρατίᾳ — ἀριστοκρατίαι , ἀριστοκρατία rule of the best born fem nom/voc pl ἀριστοκρατίᾱͅ , ἀριστοκρατία rule of the best born fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριστοκρατία — η 1. πολίτευμα στην αρχαιότητα στο οποίο την πόλη κυβερνούσαν οι ευγενείς: Το πολίτευμα της αριστοκρατίας ξέπεσε σ εκείνο της ολιγαρχίας. 2. αυτοί που ξεχωρίζουν για πλούτο και κοινωνική θέση: Στη δεξίωση ήταν καλεσμένη μόνο η αριστοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀριστοκρατίας — ἀριστοκρατίᾱς , ἀριστοκρατία rule of the best born fem acc pl ἀριστοκρατίᾱς , ἀριστοκρατία rule of the best born fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοκρατίαι — ἀριστοκρατία rule of the best born fem nom/voc pl ἀριστοκρατίᾱͅ , ἀριστοκρατία rule of the best born fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοκρατίαν — ἀριστοκρατίᾱν , ἀριστοκρατία rule of the best born fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοκρατιῶν — ἀριστοκρατία rule of the best born fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοκρατίαις — ἀριστοκρατία rule of the best born fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • πατρίκιοι — Μέλη γνωστών οικογενειών της αρχαίας Ρώμης, μια προνομιούχα τάξη, σε αντιδιαστολή με τους πληβείους. Η σχέση ανάμεσα στους π. και τους πληβείους εξακολουθεί να αμφισβητείται. Κατά μία εκδοχή, οι π. υπήρξαν αρχικά οι μόνοι πολίτες της Ρώμης. Καθώς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”